Μια από τις πιο ζωντανές και όμορφες εκδηλώσεις του χωριού είναι εκείνες που αφορούν στον Επιτάφιο.
Ειδικά στο παρελθόν, όταν οι άνθρωποι της υπαίθρου διέθεταν μια πιο βιωματική σχέση με τις θρησκευτικές τελετές και εορτές, η προετοιμασία και η περιφορά του Επιταφίου κατά τη Μεγάλη Παρασκευή αποτελούσε μία εκδήλωση ιδιαίτερα συλλογική και κατανυκτική, τουλάχιστον με το περιεχόμενο που ο όρος "κατανυκτικός" έχει στην Κέρκυρα.
Αμέσως σχεδόν μετά την Αποκαθήλωση, τα παιδιά τρέχαμε στο χωριό και εκτελούσαμε οργανωμένες "επιδρομές" σε κηπάρια και τζαρδίνια, προς άγρα λουλουδιών και άλλων καλλωπιστικών φυτών που θεωρούσαμε κατάλληλα για τον στολισμό του Επιταφίου. Με τη συνεργασία των ιδιοκτητών των κήπων, ή χωρίς αυτήν, οι παρέες συγκέντρωναν τη λεία τους, σ' έναν άτυπο διαγωνισμό του καλύτερου μπουκέτου, της πιο όμορφης γιρλάντας.
Οι κρίνοι και οι πασχαλιές είχαν την τιμητική τους, με τις τελευταίες να μας δυσκολεύουν αν μαδούσαν τα άνθη τους. Ακολουθούσαν τριαντάφυλλα και γαρύφαλα, φλοέτες, καμπανούλες, τσαντσαμίνια, ακόμα και ταπεινές μαργαρίτες του αγρού, οι οποίες θυσιάζονταν κατά δεκάδες προκειμένου να φτιάξουμε γιρλάντες που θα δένονταν στις κολώνες του Επιταφίου.Τον στολισμό του Επιταφίου αναλάμβαναν κυρίως νεαρές κοπέλες, ως Μυροφόρες, συχνά υπό την καθοδήγηση κάποιας μεγαλύτερης και πιο έμπειρης γυναίκας.
Το βράδυ το χωριό συνέρρεε στην ακολουθία του Επιταφίου. Όλο σχεδόν το χωριό. Ακόμη κι εκείνοι που δεν πολυπίστευαν, που δεν είχαν καλές σχέσεις μ' εκκλησίες και παππάδες... Κι όμως, ακόμη κι αυτοί θα συμμετείχαν στην περιφορά, στο κόρο που θα 'ψαλε τα εγκώμια με τη χαρακτηριστική κερκυραϊκή μουσικότητα, στο κόρο που έκανε φιλότιμες προσπάθειες να δημιουργήσει ένα πολυφωνικό σύνολο, μιμούμενο τις μεγάλες χορωδίες της πόλης. Και να 'σου! Κάπου, ανάμεσα στα Χυτηράτικα και τα Λαγγατάτικα, βρισκόταν ένας βαρύτονος, κάπου κοντά στο Φόρο έβρισκε τον τόνο του ένας αυτοδίδακτος τενόρος.
Βέβαια, δεν έψαλε μόνο το κόρο, μα κι όλοι όσοι ακολουθούσαν στις πρώτες σειρές μετά τον Επιτάφιο. Κι έμοιαζαν οι μελωδίες να αναδύονται απ' όλο το χωριό, κατά κύματα, ανάλογα αν το εγκώμιο που ψαλλόταν ήταν γνωστό ή λιγότερο γνωστό στους πολλούς. Έτσι, για παράδειγμα, το "Απορεί και φύσις..." ψαλλόταν από λίγους και ακουγόταν χαμηλά, ενώ το "Ω! Γλυκύ μου Έαρ..." το έψαλλαν όλοι και ακουγόταν μέχρι την άλλη άκρη του χωριού.
Δεν ξέρω τι είναι αυτό που κάνει την περιφορά του Επιταφίου τόσο ελκυστική στους ανθρώπους. Ίσως τα λουλούδια με τα οποία είναι στολισμένος ο Επιτάφιος, ίσως η μελωδίες που συνέταξαν περισσότερο από χίλια χρόνια πριν
κάποιοι Βυζαντινοί μελωδοί, ίσως και κάποια υποσυνείδητη ανάμνηση των αρχέγονων τελετών της Άνοιξης που συνέπιπταν με το Πάσχα μας, αλλά μάλλον όλα αυτά μαζί.
Το βέβαιο είναι ότι ο Επιτάφιος δεν αποτελεί θρήνο, αλλά μάλλον μία αναγνώριση ότι χωρίς τον θάνατο δεν υπάρχει ζωή, μία αλήθεια που γνωρίζουν καλά οι άνθρωποι της υπαίθρου που δουλεύουν τη γη και βιώνουν τον κύκλο της φύσης, κι έτσι κατανοούν ίσως καλύτερα (μπορεί όχι συνειδητά, μα βιωματικά) γιατί ο Θεός έπρεπε να πεθάνει προκειμένου να φέρει ζωή στους ανθρώπους...