Θεματικές Ενότητες

1. Άρθρα που αφορούν στο χωριό: συλλογή δημοσιεύσεων που το περιεχόμενό τους αφορά στο χωριό των Κουραμάδων.

2. Οικογένειες των Κουραμάδων: Γενεαλογικά και άλλα στοιχεία που αφορούν στις οικογένειες που ζούσαν και ζουν στους Κουραμάδες.

3. Παραδόσεις: Τοπικά ήθη και έθιμα του χωριού των Κουραμάδων και της ευρύτερης περιοχής της Μέσης Κέρκυρας.

4. Προσωπικότητες των Κουραμάδων: Πληροφορίες για εξέχοντες Κουραμαδίτες.

27 Δεκεμβρίου 2008

Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΧΥΤΗΡΗΔΩΝ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΚΟΥΡΑΜΑΔΕΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ.

 Στην περιφέρεια της Μητροπόλεως Κερκύρας, στην πόλη, τα χωριά και τα νησιά[1], υπάρχουν περίπου 160 ενοριακοί ναοί, πέραν των ιδιωτικών και των μοναστηριών, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι κυρίως στην Παναγία, αλλά και σε άλλους γνωστούς Αγίους της Εκκλησίας μας, όπως των Άγιο Νικόλαο, τον Άγιο Σπυρίδωνα[2], την Αγία Παρασκευή κ.α. Οι αφιερώσεις των ναών, όπως είναι λογικό, χαρακτηρίζονται από μικρή ή μεγάλη επαναληψιμότητα. Στο χωριό των Κουραμάδων, όμως, υπάρχει ένας ναός που προκαλεί το ενδιαφέρον, αφού είναι μοναδικός στο νησί και τα υπόλοιπα Επτάνησα, εξαιρετικά δε σπάνιος στον ελλαδικό χώρο: ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη[3], ο οποίος είναι σήμερα ενοριακός του χωριού.
Εύλογα, λοιπόν, προκύπτει το ερώτημα σχετικά με την αφιέρωση ενός ναού ενός μικρού χωριού της Κέρκυρας σε έναν ελάχιστα γνωστό στον ελλαδικό χώρο Άγιο: πώς γνώριζαν οι κάτοικοι των Κουραμάδων τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη; Κατ’ αρχήν, όμως, ποιος ήταν ο Άγιος Ιωάννης;
Σύμφωνα με τον Συναξαριστή[4], ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης[5] γεννήθηκε στην Κωνσταντίνου Πόλη γύρω στο έτος 460 μ.Χ., στα χρόνια της βασιλείας του Λέοντος Α΄, ο οποίος βασίλευσε από το 457 έως το 474 μ.Χ. Ο πατέρας του Αγίου Ιωάννη λεγόταν Ευτρόπιος και ήταν Συγκλητικός και στρατιωτικός, ενώ η μητέρα του, Θεοδώρα, χαρακτηριζόταν από τη βαθιά χριστιανική της πίστη. Ο Άγιος Ιωάννης έκλινε από νωρίς στον μοναχισμό, και σε πολύ νεαρή ηλικία έφυγε κρυφά από το σπίτι του ώστε να γίνει μοναχός. Αργότερα, όμως, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και ασκήτεψε στην αυλή του πατρικού του, χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητά του στους γονείς του, μέχρι που διαισθάνθηκε τον θάνατό του. Μόλις μαθεύτηκε ποιος ήταν ο μυστηριώδης καλόγερος που είχε πήξει την καλύβη του στην αυλή του άρχοντα Ευτρόπιου και η πνευματικότητά του, πλήθη με επικεφαλής τον αυτοκράτορα συνέρευσαν να προσκυνήσουν το σκήνωμά του. Αφού ενταφίασαν το σώμα του στην καλύβη, κατά την επιθυμία του, οι γονείς του έκτισαν ναό στον τόπο αυτό, στον οποίο αφιέρωσαν τη μισή τους περιουσία. Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη φέρεται πως βρισκόταν κοντά στην Πόρτα του Βώνου, στη συνοικία Καλύβες, την εγγύτερη στην ανακτορική περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπου βρίσκονταν το αυτοκρατορικό παλάτι (Χρυσοτρίκλινος), ο Ιππόδρομος, η Αγία Σοφία και άλλα μνημεία[6].
Ο Άγιος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους Κωνσταντινουπολίτες και τους κατοίκους της Προποντίδας γενικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα πρόσφυγες από την περιοχή αυτή, ένας αριθμός από τις εικόνες που έφεραν μαζί τους ήταν του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη[7]. Πώς όμως τελικά σχετίζεται ο Άγιος Ιωάννης με τους Κουραμάδες;
Είναι γνωστό πως οι ελληνικές οικογένειες, ή ορθότερα τα γένη, είχαν τον «δικό τους» οικογενειακό Άγιο- προστάτη, όπως ακριβώς και οι αρχαίοι μας πρόγονοι λάτρευαν τους οικογενειακούς θεούς στην εστία του οίκου τους. Αν τύχαινε να μετοικήσουν σε τόπο μακρυά από τη γενέτειρά τους, έπαιρναν μαζί την εικόνα του «οικογενειακού» τους Αγίου, και, σε πρώτη ευκαιρία, έκτιζαν τον ναό του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, πάλι στους Κουραμάδες, αποτελεί η οικογένεια των Λαγγαδιτών, η αρχαιότερη ίσως του χωριού, στην ιδιοκτησία της οποίας υπάρχει η αρχαιότερη, επίσης, εκκλησία του χωριού: η Αγία Παρασκευή. Το όνομα της οικογένειας αυτής είναι εμφανώς τοπωνυμικό, και παραπέμπει στον Λαγκαδά, του οποίου πολιούχος είναι η Αγία Παρασκευή! Ισχύει μήπως κάτι ανάλογο και με την οικογένεια των Χυτήρηδων και τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη;
Μετά από πολυετή και επισταμένη έρευνα στο Ιστορικό Αρχείο Κερκύρας (το οποίο σήμερα έχει ενταχθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους), ερευνώντας τη γενεαλογία των Χυτήρηδων, αλλά και την ιστορία όλου του χωριού, μεγάλο μέρος της οποίας ανιχνεύεται μέσα από την ιστορία των εκκλησιών, έγινε σαφές ότι από την αρχαιότερη περίοδο που μπορούμε να ερευνήσουμε μέσα από τα νοταρικά και άλλα έγγραφα του Αρχείου[8], δηλαδή τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα, προκύπτει πως οι Χυτήρηδες είχαν τα μέγιστα κτητορικά δικαιώματα[9] στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη.
Η πρώτη αναφορά που γίνεται στο ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκκλησίας ανάγεται στον 16ο αιώνα, σε πράξη του συμβολαιογράφου της πόλεως της Κέρκυρας Πέτρου Βραγανιώτη:

αφλη΄ (1538) ημέρα κζ΄ (27) μηνός Μαΐου
ο Καλοϊωάννης ο Κοσκινάς από χωρίο των Κουραμάδων δια μερος αυτού και της αδελφοσύνης του έτι δε και δια μερών και όνομα του κυρ Ανδρέα Χυτήρη ως εξουσία οπου έχει ως λέγει παρών σωματικώς εσυμφώνησε με τον παρόντα παπά κυρ Μακάριον Μαλέρμπα και έδωσε προς αυτόν την εκκλησίαν αυτών μονήν του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη κείμενη εις το ρηθέν χωρίον σύντα με τα πάντοια αυτής αγαθά πράγματα …………………………………………………………… .
Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Β176,

Στο έγγραφο αυτό, βέβαια, αναφέρεται ως συνιδιοκτήτρια και η οικογένεια Κοσκινά, στοιχείο που δεν μας διαφωτίζει ιδιαίτερα σχετικά με το ποιος έκτισε τη συγκεκριμένη εκκλησία. Όμως, σε έγγραφο του επόμενου αιώνα τα πράγματα γίνονται σαφέστερα:

1604 ημέρα 18 του μηνός Αυγούστου στο προαύλιο του κυρ Νικολάου Χυτήρη στο χωριο των Κουραμάδων ο παρών κυρ Νικόλαος Χυτήρης σαν γεγραμμένος την σήμερον συμφώνησε μετά του παρόντος παπα κυρ Θεόφιλου Βέργη και επέδωσε προς αυτόν την εκκλησίαν αυτού την μονήν του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη και τούτο δια χρόνους τρεις ερχαμένους …………………………..
Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, τόμος Ρ6

Στην περίπτωση αυτή, ο Νικόλαος Χυτήρης διορίζει μόνος τον εφημέριο της εκκλησίας, πράγμα που δείχνει την ισχύ των κτητορικών δικαιωμάτων της οικογένειας. Όμως, για ποιον λόγο παρακάμφθηκε η οικογένεια Κοσκινά στη συγκεκριμένη πράξη; Ανατρέχοντας και πάλι στα αρχεία, εντοπίζουμε μία πράξη του 1634, η οποία ρίχνει φως στην υπόθεσή μας:

Εν ονόματι του Χριστού αμήν αχλδ΄ (1634) ημέρα κδ΄(24) του μηνός Ιουνίου εις το περιαύλιον εμού νοταρίου εις το χωρίον της Καμάρας οι παρόντες αυταδελφοί κυρ Ανδρέας, κυρ Αντώνης κυρ Κωνσταντής, Καλοκυριάκης και κυρ Τζώρτζης Χυτήρηδες και ως αδελφοί της αδελφότητος και ως κληρονόμοι του ποτέ Προπάππου αυτών κυρ Ανδρέου Χυτήρη και ως διαφιστόροι της μονής του Αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη και αγαθότις του διακείμενη εις το χωρίον των Κουραμάδων την σήμερον εποίησαν κουμέσιον αυτών τον μισέρ Σταματέλον Λιόν (…) κατά πάνω της ιντερνεσιόν όπου έκαμεν ο Γιανούλης Κοσκινάς εις τα καλά του Πρωτοπαπά Δημητρίου Λαγγαδίτη επειδή και εις την αυτήν μονήν και καλά αυτής κατά την περίληψην της συμφωνίας ως καθώς φαίνεται παρά ινστρουμέντο γινέμενο εις τα έτη του ποτέ παπά κυρ Πέτρου Βραγανιώτη Νοταρίου Δημοσίου εν έτη αφξ΄ (1560) μηνός Οκτωβρίου κθ΄ (29) δεν είναι άλλος διαφίστορας πάρεξ ο ποτέ κυρ Ανδρέας Χυτήρης μετά των κληρονόμων και διαδόχων αυτού ως αυτοί λέγουν και διά δυνάμεως εξουσίας αυτών δοθείσης παρά της άνωθεν συμφωνίας ……………………………………………….
Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Α 611

Μέσω της πράξης αυτής που εμφανίζεται στα κατάστιχα του Μάνου Ασωνίτη, γινόμαστε μάρτυρες μιας αντιδικίας μεταξύ της οικογένειας Χυτήρη και της οικογένειας Κοσκινά σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εκκλησίας[10]. Δυστυχώς η συγκεκριμένη πράξη του Πέτρου Βραγανιώτη με ημερομηνία 29/10/1560 που αναφέρεται παραπάνω, και στην οποία, προφανώς, διασαφηνιζόταν το ιδιοκτησιακό καθεστώς (χωρίς να αποκλείουμε και κάποια αναφορά στην ανέγερση του ναού) έχει χαθεί[11]. Αυτό που σίγουρα, πάντως, προκύπτει από την παραπάνω πράξη, όπως και από μία επόμενη του 1665[12], η οποία μετά από διακανονισμό προσδιορίζει το μερίδιο της οικογένειας Κοσκινά στο ένα έβδομο, είναι ότι η οικογένεια Χυτήρη κατείχε τα 6/7, στοιχείο που σαφώς συνηγορεί για την ανέγερση του ναού από την οικογένεια Χυτήρη.
Η πρώτη, λοιπόν, ένδειξη που έχουμε για την προέλευση της οικογένειας των Χυτήρηδων είναι η σύνδεσή τους με έναν Κωνσταντινουπολίτη Άγιο. Ας εξετάσουμε, όμως, τα στοιχεία που έχουμε για την ίδια την οικογένεια.
Όπως φαίνεται μέσα από τις παλαιότερες πηγές που αναφέρονται στην οικογένεια, το όνομα που αρχικά χρησιμοποιούσε ήταν Παγωμένος[13]:
Απόσπασμα συμβολαιογραφικής πράξης με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 1498:

Μιχαήλ ο Παγομένος, λεγόμενος Χυτήρης από χωρίο Κουραμάδων, σωματικώς παρών ομολόγησε ότι χρεωστεί δούναι προς τον παρόντα κύριον Εμμανουήλ τον Λουκάνην κρασί μούστο μέτρα ις΄ (16) και λάδι λίτρες πέντε υπόσχεται δε αποδούναι αυτά προς αυτόν το καθέν την ερχαμένην εσοδίαν αυτού της ινδικτιώνος δεκατρείς
Μάρτυρες κυρ Ιουστίνος Δεκάδος και κυρ Αντώνιος Νταναριπόντης
Γ.Α.Κ.-Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, τόμος Μ. 245 σελ. 156v

Αυτό το έγγραφο, το παλαιότερο που αναφέρεται στην οικογένεια την οποία εξετάζουμε, μας φανερώνει την απόσπαση ενός κλάδου από την οικογένεια των Παγωμένων και την αλλαγή του ονόματός του σε Χυτήρης, σε μια διαδικασία που κράτησε περίπου μισό αιώνα[14]. Όμως, γιατί Χυτήρης, και, ποιοι ήταν οι Παγωμένοι;
Η πρώτη αναφορά που έχουμε στο όνομα Παγωμένος ανάγεται στα μέσα του 11ου αι., και προέρχεται από τη συλλογή βυζαντινών σφραγίδων του Νομισματικού Μουσείου Αθηνών. Συγκεκριμένα, στη σφραγίδα με αριθμό καταχώρησης 306 ΙΙ ΙFEB 150[15], διαβάζουμε:

                Α΄ όψη                                           Β΄ όψη
      [+ Κ(ύρι)ε β(οή)θ(ει)]                              κρι[τῇ]
      [Ἰ]ω(άννῃ) σπαθ(αρο)-                       (καὶ) ἀντῖγρα]-
       κανδ(ι)δ(άτῳ) ἀσ(η)-                       φ(εῖ) τῷ Πε[πα]-
                 κρήτη-                                       γωμέ[ν(ῳ)]
                    -ς-

Το ότι το αναγραφόμενο όνομα είναι Πεπαγωμένος και όχι Παγωμένος, αποτελεί βέβαια ζήτημα, όμως μία ακόμη σφραγίδα δίνει τη λύση:
Στην ίδια περίοδο έχει καταχωρηθεί και μία άλλη σφραγίδα[16], του ίδιου κατά τα φαινόμενα ατόμου, του Ιωάννη, η οποία, εκτός από την εξέλιξη της καριέρας του και την πιο εκλεπτυσμένη της μορφή, αφού και στις δύο όψεις η σφραγίδα φέρει παράσταση της Θεοτόκου Δεξιοκρατούσης (κρατά τον μικρό Ιησού στη δεξιά πλευρά), ενώ η επιγραφή βρίσκεται σε κυκλική μορφή στην περιφέρεια της εικόνας, μαρτυρεί και υπέρ της χρήσης από τον Ιωάννη της απλουστευμένης μορφής του ονόματος της οικογένειάς του: σε αυτήν αναγράφεται Ἰωάννης ὁ Παγωμένος!
Μερικές ακόμη σφραγίδες[17] της εποχής μέχρι τις αρχές του 12ου αιώνα, μας φανερώνουν την πιθανή οικογενειακή εξέλιξη του Ιωάννη, αφού στα τέλη του 11ου αιώνα εμφανίζεται κάποιος Κωνσταντίνος Πεπαγωμένος, ενώ στις αρχές του 12ου αιώνα (1100-1120) απαντά και δεύτερος Ιωάννης, ο οποίος μάλιστα υπογράφει ως Ἰωάννης τον Παγομένων, στοιχείο που συνηγορεί τόσο για το ότι πρόκειται μάλλον για απόγονο του πρώτου Ιωάννη και του Κωνσταντίνου, όσο και για την αναγνωρισιμότητα, πλέον, του οικογενειακού του ονόματος. Ακόμη, η παράληψη του προθέματος «Πε-», καθώς και η γραφή της δεύτερης συλλαβής με όμικρον, αποδεικνύουν τη ρευστότητα στη γραφή του ονόματος ήδη από την εποχή εκείνη, καθώς και τη σύνδεση με τους «Παγομένους» που απαντούν στην Κέρκυρα κατά τον 15ο και 16ο αιώνα.
Γενικά, η οικογένεια των Παγωμένων είναι αρκετά γνωστή για τα μέλη της που σταδιοδρόμησαν στη βυζαντινή Διοίκηση, τη διανόηση, αλλά και στην εκκλησιαστική ιεραρχία από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα[18]. Όσον αφορά στον τόπο διαμονής τους φαίνεται πως στο σύνολό τους κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη ή στην ευρύτερη περιοχή της Προποντίδας[19], με μόνη, ίσως, εξαίρεση τον Ιωάννη Παγομένο, αγιογράφο, ο οποίος φιλοτέχνησε τις νωπογραφίες περισσοτέρων από τριάντα εκκλησιών στην Κρήτη κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα[20]. Οι Παγωμένοι που απαντούν και σήμερα στην Κρήτη στο Νομό Ηρακλείου πιθανότατα συνδέονται με αυτόν.
Ένας άλλος Πεπαγωμένος, ο Δημήτριος, ήταν αναγνωρισμένος ιατρός και συγγραφέας, ο οποίος έδρασε κατά το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, στην αυλή του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου. Στο πλαίσιο της υπηρεσίας του, ακολούθησε τον αυτοκράτορα στο ταξίδι του στην Πελοπόννησο, ως γραμματέας[21]. Σχετικά με το πρόσωπό του είχε προκύψει και μία παρεξήγηση, αφού στα έργα του δεν ανέφερε το όνομα του αυτοκράτορα τον οποίο υπηρετούσε, με αποτέλεσμα ο εκδότης του κατά τον 16ο αιώνα, Vergetius, να θεωρήσει πως πρόκειται για τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, πράγμα που οδήγησε τους μελετητές να πιστέψουν ότι υπήρχε και ένας άλλος Δημήτριος Πεπαγωμένος, ιατρός, κατά τον 13ο αιώνα. Δυστυχώς, για το συγκεκριμένο άτομο δεν γνωρίζουμε αν παρέμεινε στην Πελοπόννησο ή αν κάποια στιγμή επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ή αν μετοίκησε κάπου αλλού.
Σε κάθε περίπτωση, το να συνδέσουμε γενεαλογικά τους (Πε-)Παγωμένους των βυζαντινών πηγών με αυτούς της Κέρκυρας του 15ου – 16ου αιώνα, με βάση τα στοιχεία που έχουμε μέχρι στιγμής, είναι αδύνατον. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε πως πρόκειται, κατά την πιο συντηρητική εκτίμηση, για κλάδους της ίδιας οικογένειας, στοιχείο που αποδεικνύει την αρχαιότητα της γενεάς των Παγομένων της Κέρκυρας[22], αλλά και την απώτερη καταγωγή τους.
Όσον αφορά την επαγγελματική ενασχόληση των Παγομένων στο απώτερο παρελθόν, όπως και την αιτία της επιλογής από τον κλάδο που μας ενδιαφέρει του επωνύμου «Χυτήρης», μπορούμε μόνο να εισάγουμε υποθέσεις εργασίας, αφού οι πηγές δεν μας διαφωτίζουν σχετικά, παρά μόνο μας παρέχουν ενδείξεις. Από τα στοιχεία που έχουμε συλλέξει από τις πηγές, φαίνεται ότι ένα σημαντικό μέρος των Παγομένων, ακόμη και κατά τον 16ο αιώνα, ασχολούταν με μεταλλουργικές εργασίες. Έτσι, εκτός από το παρεπώνυμο «Χυτήρης» που υιοθέτησε ο κλάδος της οικογένειας που μας ενδιαφέρει, και το οποίο αβίαστα παραπέμπει στη χύτευση[23], βρίσκουμε Παγομένους να ασχολούνται με μεταλλουργικές εργασίες, έχοντας ως διακριτικό αυτής τους της ιδιότητας το «Αιγύπτιος», ή «Αιγύπτος»[24], που δεν είναι άλλος από τον γνωστό σε όλη την Ελλάδα «Γύφτο», δηλαδή τον σιδηρουργό[25].
Η ύπαρξη μεταλλοτεχνιτών σε διαφόρους κλάδους της οικογένειας των Παγομένων δεν μπορεί παρά να σημαίνει την ενασχόληση όλων τους με την επεξεργασία των μετάλλων σε κάποια όχι πολύ παλαιότερη εποχή. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί σε προβληματισμό, όσον αφορά τα μέλη μιας οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων να ασχολούνται με ένα χειρωνακτικό και σκληρό επάγγελμα, εφ’ όσον, βέβαια, δεχτούμε ότι πρόκειται για την ίδια οικογένεια, ή για κλάδους κοντινούς. Η μελέτη, όμως, της σχετικής βιβλιογραφίας μας διαφωτίζει σχετικά.
Όπως παρουσιάζεται από τον Μιχαήλ Ψελλό στη χρονογραφία του[26], ο Κωνσταντίνος Μονομάχος, στα μέσα του 11ου αιώνα (1042-55), επέτρεψε την είσοδο στο αξίωμα του συγκλητικού στους εμπόρους και τους τεχνίτες. Η εξέλιξη αυτή, επέτρεψε και στους ήδη συγκλητικούς να ασχοληθούν με εμπορικές ή βιοτεχνικές επιχειρήσεις, κάτι που ήταν ουσιαστικά απαγορευμένο γι’ αυτούς μέχρι τότε. Πέραν τούτου, ο θεσμός του «πάτρονος», ή «προστάτη», αποτελούσε συνδετικό κρίκο μεταξύ της διοικητικής αριστοκρατίας και των εμπόρων και τεχνιτών. Τέλος, υπήρχε και μία ομάδα τιτλούχων τεχνιτών των βασιλικών εργαστηρίων, των βιοτεχνικών μονάδων, δηλαδή, που κατασκεύαζαν προϊόντα του κρατικού μονοπωλίου, ή προς χρήση από την Αυλή, ή τον στρατό (αρσενάλια): π.χ. ο βασιλικός χρυσοχόος αναφέρεται ως «σπαθάριος καὶ χρυσοεψητής», ή αλλού «ἄρχων τοῦ χρυσοχοείου». Κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι απίθανο να ισχύει, ειδικά αν λάβουμε υπ’όψιν μας πως ο πρώτος τιτλούχος (Πε-)Παγωμένος, απαντά όταν ακριβώς αλλάζει η πολιτική των βυζαντινών αυτοκρατόρων σχετικά με τις προϋποθέσεις εισαγωγής στα ανώτερα αξιώματα (Ἰωάννης Πεπαγωμένος, μέσα 11ου αι.: βλ. υποσημ. 13). Βέβαια, οποιοδήποτε άλλο σχετικό σενάριο παραμένει ανοικτό, όσο υπάρχει το γενεαλογικό κενό μεταξύ των (Πε-) Παγωμένων της Κωνσταντινούπολης και των Παγομένων της Κέρκυρας.
Τα παραπάνω στοιχεία περί καταγωγής, συμφωνούν, άλλωστε, και με τη φύση των Χυτήρηδων, όπως αυτή σκιαγραφείται μέσα από τις αρχειακές πηγές. Η ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν σε κεφαλές του χωριού των Κουραμάδων, πολύ σύντομα μετά την εγκατάστασή τους σ’ αυτό, η φιλομάθειά τους, το ιδιαίτερα ανήσυχο και ηγετικό πνεύμα τους και η ικανότητά τους στη διαχείριση των κοινών, προδίδουν ανθρώπους με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και εμπειρία στα κοινά και την οικονομία, ιδιότητες που μπορούσαν να αποκτηθούν μάλλον στο περιβάλλον μίας μεγάλης πόλης και ίσως στο πλαίσιο κάποιας συντεχνίας παρά στην ύπαιθρο.
Στο σημείο αυτό τίθεται πιθανόν το ερώτημα τι ήταν αυτό που έκανε τους κατοίκους μίας μεγάλης πόλης, και κάποιου κοινωνικού επιπέδου να εγκαταλείψουν τον τρόπο ζωής τους για να εγκατασταθούν σ’ ένα χωριό της Κέρκυρας ασχολούμενοι με την καλλιέργεια της γης. Η απάντηση είναι απλή: αυτό που έκανε πολλούς, μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας και αυτοκρατορικών οικογενειών να κάνουν το ίδιο – η κατάρρευση της αυτοκρατορίας και η ανατροπή της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης που ίσχυε μέχρι τότε. Ειδικά στην Κέρκυρα, η οποία βρισκόταν στα χέρια των Βενετών από το 1386 και φάνταζε ασφαλές καταφύγιο, έχουμε πολλά παραδείγματα προσφύγων από τις μέχρι τότε βυζαντινές περιοχές, των οποίων τα ονόματα και άλλα στοιχεία φανερώνουν συγκεκριμένη ιδιότητα ή αξίωμα, να τα εγκαταλείπουν σχεδόν αβίαστα προκειμένου να εξασφαλίσουν την επιβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους. Τις εποχές εκείνες λίγο μετρούσε ποιος ήσουν πριν· πιο σημαντικό ήταν πώς μπορούσες να επιβιώσεις.
Παρ’ όλα αυτά, οι Χυτήρηδες φαίνεται πως διατήρησαν τα χαρακτηριστικά της καταγωγής τους, τα οποία παρέδιδαν από γενεά σε γενεά, έχοντας πάντα τον αέρα της υπεροχής στην κοινωνία του χωριού.
Δεν είναι τυχαίο, κατά την άποψή μας, πως την εκκλησία τους την έκτισαν στο Λιθερό, ένα από τα δύο υψώματα που δεσπόζουν του χωριού των Κουραμάδων. Στο άλλο, τη Μεγάλη Πέτρα, με κορυφή του την τοποθεσία Βιγλούρι, που προφανώς ήταν παρατηρητήριο, έκτισαν τις κατοικίες τους στα τέλη του 15ου αιώνα. Εκεί κατοικούσαν μία ή δύο οικογένειες Χυτήρηδων μέχρι τις αρχές του 17ου αιώνα, κατορθώνοντας να επιβιώσουν παρά τις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετώπισε η Κέρκυρα την περίοδο εκείνη, με ταραχές και επιθέσεις των Οθωμανών στα 1537 και 1571. Ιδιαίτερα η επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα στα 1537, επέφερε μεγάλες απώλειες στον πληθυσμό του νησιού και μαζί του χωριού των Κουραμάδων απ’ όπου αφανίστηκαν ή συρρικνώθηκαν πολυπληθέστερες και ακμαίες οικογένειες.
Οι Χυτήρηδες, όμως, επιβίωσαν και ρίζωσαν στο χωριό, ασχολούμενοι αρχικά με την καλλιέργεια αμπελιών και ελαιοδέντρων που μίσθωναν από γαιοκτήμονες της εποχής. Κινούμενοι από το ανήσυχο πνεύμα τους και στηριζόμενοι στην εργατικότητα και την επιχειρηματική τους σκέψη, κατόρθωσαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτήσουν ελαιοτριβείο, όπως μαρτυρείται σε συμβολαιογραφική πράξη του 1544, υπό την κοινή ιδιοκτησία της αδελφότητας του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, με διαχειριστή τον Ανδρέα Χυτήρη, τον φαμελάρχη της τρίτης γενεάς των Χυτήρηδων των Κουραμάδων. Την εποχή εκείνη τα ελαιοτριβεία αποτελούσαν σημαντικές βιοτεχνικές μονάδες και στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκαν σε μεγάλους γαιοκτήμονες και αριστοκράτες, στοιχείο που αναδεικνύει την προκοπή των Χυτήρηδων και τη σημαντική τους θέση από νωρίς στην τοπική κοινωνία.
Σταδιακά κατόρθωσαν να αγοράσουν όλα τα οικόπεδα γύρω από το ύψωμα της Μεγάλης Πέτρας[27], που βρισκόταν μέχρι τότε στην κυριότητα της οικογένειας των Λαγγαδιτών, και αργότερα, τον 17ο και 18ο αιώνα να επεκτείνουν τις ιδιοκτησίες τους σε όλη τη ΒΑ περιοχή του χωριού, αγοράζοντας, πάντα τις γαίες της παραπάνω οικογένειας που ακολουθούσε τότε φθίνουσα δημογραφικά πορεία. Από τα τέλη μάλιστα του 18ου αιώνα άρχισαν να αγοράζουν εκτάσεις και πέρα από τα όρια του χωριού, κυρίως στην περιοχή του Λιβαδιού του Ρόπα, αλλά και στο Τρίκλινο και το Κομπίτσι.
Η πληθυσμιακή τους αύξηση άρχισε ουσιαστικά στα τέλη του 16ου αιώνα, όταν ο Νικόλαος εγγονός του Ανδρέα, γέννησε πέντε γιους, πολλαπλασιάζοντας, έτσι τους κλάδους της οικογένειας, και πυροδοτώντας μια πληθυσμιακή έκρηξη που έφτασε στις αρχές του 19ου αιώνα τις 40 οικογένειες μόνο στο χωριό των Κουραμάδων, και οι οποίες απάρτιζαν το 1/3 του πληθυσμού. Εκτός από αυτούς, βέβαια, Χυτήρηδες υπήρχαν και στο διπλανό χωριό των Καστελλάνων από το 1678. Όπως είναι λογικό, η πληθυσμιακή αυτή ανάπτυξη δεν μπορούσε να απορροφηθεί από το μικρό χωριό των Κουραμάδων, με αποτέλεσμα τη μετοίκηση πολλών Χυτήρηδων στην πόλη και τα προάστια της Κέρκυρας, καθώς και στα χωριά Κανάλια, Αλεπού, Κομπίτσι, Κοκκίνι, Τρίκλινο, ενώ κατά τον 20ο αιώνα εγκαθίστανται στον Πέλεκα και το Λιβάδι Ρόπα, όπου όπως προαναφέραμε είχαν σημαντική έγγεια περιουσία. Μεταπολεμικά ακολούθησαν τα ρεύματα μετανάστευσης των Ελλήνων προς την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το εξωτερικό, κυρίως στην Αγγλία και την Αμερική. Το βέβαιο δε είναι πως όπου υπάρχουν Χυτήρηδες, προέρχονται από τους Κουραμάδες Κερκύρας[28].
Ταυτόχρονα με την πληθυσμιακή τους αύξηση, βελτίωναν τη θέση τους στην κοινωνία. Οι εκτεταμένες έγγειες περιουσίες τους, οι τέχνες που κατείχαν, αφού αρκετοί από αυτούς ήταν ξυλουργοί, κτίστες και λιθοξόοι, καθώς και η ικανότητά τους στην οικονομική διαχείριση, ενέπνεαν σεβασμό και εμπιστοσύνη στους συγχωριανούς, οι οποίοι επανελλειμένως τους εξέλεγαν στα τοπικά αξιώματα για τη διαχείριση των κοινών. Έτσι, με πρώτο τον Ανδρέα Χυτήρη στα 1560 ξεκινά μία σχεδόν συνεχής σειρά Χυτήρηδων που εναλλάσσονται στο αξίωμα του Γέροντα ή αργότερα του Κάπου και του Προεστού του χωριού, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας καταλαμβάνοντας θέσεις σε τοπικούς ή υψηλότερους θεσμούς.
Ακόμη, ακολούθησαν την ανάπτυξη της παιδείας στην Ελλάδα, υπηρετώντας τα γράμματα από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα ως διδάσκαλοι και καθηγητές, μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες, ή ως λογοτέχνες του πεζού και έμμετρου λόγου. Διακρίνονται στις επιστήμες, κοινωνικές και θετικές, έχοντας αναδείξει συνεπείς γιατρούς και αναγνωρισμένους νομικούς, ενώ όσοι από το γένος τους εντάχθηκαν στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας διακρίθηκαν και πολλοί από αυτούς προήχθησαν επ’ ανδραγαθία.
Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά στην έρευνα που αφορά στον σχεδιασμό του γενεαλογικού δέντρου του γένους των Χυτήρηδων[29].
Στο δέντρο αυτό, παρουσιάζονται, από τη βάση έως την κορυφή του, 18 γενεές Χυτήρηδων, ξεκινώντας από τα μέσα του 15ου αιώνα με τον Αντώνιο Παγομένο, και καταλήγοντας στις μέρες μας, με τα 46 νοικοκυριά Χυτήρηδων που έχουμε καταγράψει. Τα στοιχεία του κάθε ενός από τα 1206 ονόματα, με αρχειακές πηγές.
Η διαδικασία της έρευνας διήρκεσε περίπου δεκαπέντε χρόνια. Όποιος έχει εργαστεί με τα αρχεία της Κέρκυρας, γνωρίζει πόσο επίπονη είναι η εργασία σε αυτά: Ληξιαρχικά αρχεία, και βιβλία ιεροπραξιών ξεκινούν από τον 17ο αιώνα. Η απουσία τέτοιων αρχείων για τους προηγούμενους αιώνες, καθώς και τα κενά που παρουσιάζουν τα διαθέσιμα, αναγκάζουν συχνά τον ερευνητή να «χωθεί» κυριολεκτικά σε έναν τεράστιο όγκο συμβολαιογραφικών κωδίκων, ψάχνοντας στα τυφλά για ένα σπάραγμα πληροφορίας. Για το γενεαλογικό δέντρο των Χυτήρηδων χρειάστηκε να μελετήσουμε φύλλο-φύλλο, περισσότερους από εξήντα κώδικες, είκοσι περίπου νοταρίων, χωρίς να υπολογίσουμε τα ληξιαρχικά βιβλία, τα έγγραφα εκκλησιών ή των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων κ.τ.λ.
Τελειώνοντας θα θέλαμε να επισημάνουμε πως ο πατρογονικός ναός των Χυτήρηδων, του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, δεν αποτέλεσε σημείο αναφοράς μόνο για τους Χυτήρηδες μέσα στους αιώνες, αλλά από τον 18ο αιώνα και έπειτα έγινε ο συνδετικός κρίκος όλου του χωριού, ενώνοντας στην ενορία του όλα τα γένη των Κουραμάδων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο «ἐν Ἀθήναις Σύλλογος Κουραμαδιτών» ονομάζεται «Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης».

Η παρούσα ανακοίνωση συντάχθηκε από τον Κωνσταντίνο Στ. Γραμμένο και παρουσιάστηκε στο Δ΄ Πανελλήνιο Συμπόσιο της Εραλδικής και Γενεαλογικής Εταιρείας Ελλάδος στην Αθήνα.
______________________

Σημειώσεις
[1] Στην περιφέρεια της Μητροπόλεως Κερκύρας υπάγονται και τα νησιά Παξοί, Οθωνοί, Ερείκουσα και Μαθράκι.
[2] Καθώς οι περισσότεροι ναοί είναι παλαιότεροι του 15ου αιώνα, έχουν κτιστεί, δηλαδή, πριν την άφιξη στην Κέρκυρα του σκηνώματος του Αγίου Σπυρίδωνα, στην πλειοψηφία τους είναι αφιερωμένοι σε άλλους Αγίους, με συνηθέστερο τον Άγιο Νικόλαο.
[3] Βλ. εικ. 1 στο παράρτημα.
[4] Αρχιμανδρίτης Βασιλόπουλος Χ., Ο Άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης, Εκδόσεις Ορθοδόξου Τύπου, Αθήνα, 41995.
[5] Βλ. εικ. 2 στο παράρτημα.
[6] Βλ. σχετικό χάρτη Εγκυκλοπαίδειας «Υδρία» στο λήμμα «Κωνσταντινούπολη» (εικ. 3 στο παράρτημα).
[7] Έκθεση φωτογραφίας και όχι μόνο…, Ελεύθερο Βήμα, Καθημερινή πολιτική εφημερίδα Κομοτηνής, 11/2/2003.
[8] Δυστυχώς το μεγαλύτερο μέρος των Αρχείων που αφορούσε στον 14ο και τον 15ο αιώνα, ή και παλαιότερα, καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ΠΠ, έπειτα από τους βομβαρδισμούς από τη Λουφτβάφε, και το στρατωνισμό άτακτων σωμάτων στον χώρο του Ι.Α.Κ. Πέρα από αυτό, οι φάκελοι πολλών αξιερεύνητων νοταρίων του 15ου και του 16ου αιώνα έχουν πλέον αποσυρθεί, αφού έχει κριθεί απαραίτητη η συντήρησή τους.
[9] Στην Κέρκυρα οι περισσότεροι ναοί ανήκαν σε συγκεκριμένες οικογένειες, ή αδελφότητες, οι οποίες συγκροτούνταν για την οικοδόμηση και διαχείριση των ναών. Οι αδελφότητες είχαν συγκεκριμένο καταστατικό που όριζε το ποσοστό ιδιοκτησίας του κάθε μέρους, τα δικαιώματά του, καθώς και τον τρόπο εκλογής των επιτρόπων του ναού και του εφημερίου του. Βλ. σχετικά Καρύδης Σπύρος, Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα (15ος-19ος αι.), Σταμούλης, 2004.
[10] Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί η ιδιαίτερη σημασία που είχε για μια οικογένεια η κατοχύρωση κτητορικών δικαιωμάτων σε κάποια εκκλησία. Σε εποχές ιδιαίτερης θρησκευτικής ευλάβειας, αλλά και ανάγκης ιδιαίτερου κοινωνικού προσδιορισμού, η κατοχή μίας εκκλησίας, όχι μόνο κάλυπτε τις θρησκευτικές ανάγκες της οικογένειας, αλλά την τοποθετούσε επίσης σε συγκεκριμένη θέση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της τοπικής κοινωνίας. Υπό το πρίσμα αυτό εξηγούνται οι πάμπολλες περιπτώσεις αντιδικιών που ανασύρουμε από τα αρχεία, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς εκκλησιών, καθώς και δικαίωμα εκκλησιασμού σε αυτές.
[11] Βλ. υποσημ. 5.
[12] 1665 ημέρα 18 του Οκτωβρίου μηνός…..(προηγούμενη πράξη)
τη αυτή ημέρα στο περιαύλιο εμού νοταρίου στο χωρίο των Συναράδων οι παρόντες κυρ Αντωνέλος Χυτήρης και Κυριάκης Χυτήρης νοικοκυραίοι και γιους πατρουνάτι της μονής του οσίου Πατρός ημών Ιωάννου του Καλυβίτου κείμενο στο χωρίο των Κουραμάδων και κυρ Νικολός Γραμμένος του κυρ Βίτζου και κυρ Μίχος Κοσκινάς του ποτέ Γιάννη νυκοκυραίοι οι αυτοί και γιους πατρουνάτοι στην άνωθεν μονή σε μέρος ευτατο εσυνεφώνησαν μετά του παρόντος εβλαβή παπα κυρ Ιωάννη Αλαμάνου και έβαλαν αυτόν δια εφημέριον…………………………….
Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά., Τόμος Γ101, σελ. 26v.
[13] Η ορθογραφία του ονόματος Παγωμένος αποτελεί, βέβαια ζήτημα, καθώς απαντά γραμμένο τόσο με όμικρον, όσο και με ωμέγα, πράγμα λογικό αν συνυπολογίσουμε την απουσία οποιουδήποτε επίσημου εγγράφου τύπου ταυτότητας, το έλλειμμα στην εκπαίδευση των νοταρίων μετά το 1204, αλλά και την εξάλειψη των μακρόχρονων φωνηέντων από τον προφορικό λόγο των Ελλήνων (για περισσότερα σχετικά με τα λάθη στην ορθογραφία των φωνηέντων βλ. Τομπαΐδης Δημήτριος Ε, Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας, Γ΄Γυμνασίου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα, 101990). Επιλέγουμε τη γραφή με ωμέγα, καθώς η γραφή αυτή συμφωνεί με τους γραμματικούς κανόνες, ενώ απαντά και στην πρωιμότερη και επίσημη γραφή του ονόματος κατά τα μέσα του 11ου αι. (βλ. παρακάτω). Παρά ταύτα, και με πρόθεση αφ’ ενός να διατηρήσουμε τη γραφή των πηγών, αφ’ ετέρου να ξεχωρίσουμε πιθανούς κλάδους της οικογένειας, αναφερόμενοι σε συγκεκριμένα πρόσωπα, προτιμούμε να χρησιμοποιούμε την ορθογραφία της πηγής στην οποία απαντούν.
[14] Το παρεπώνυμο «Χυτήρης» δεν εμφανίζεται πάντα στις συμβολαιογραφικές πράξεις που αφορούν στη συγκεκριμένη οικογένεια. Π.χ. σε πράξη του 1506 (Γ.Α.Κ. -Α.Ν.Κ. Συμβολαιογραφικά, τόμος Σ 147, σελ. 4) εντοπίζουμε:
αφς΄ (1506) ημέρα κε΄ (25) του Φεβρουαρίου μηνός
Γεώργιος ο Κοσκινάς από χωρίον Κουραμάδων παρών ομολόγησε ότι από το τέταρτον μέρος του μύλου των Ερμόνων …………………………………………………………………………
Μάρτυρες Φίλιππος ο Λαγγαδίτης του ποτέ Παύλου και Αντώνιος ο Παγωμένος
Αντίθετα, σε πράξη του 1514 (Γ.Α.Κ. –Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, τόμος Διάφ. 4, σελ. 90) διαβάζουμε:
αφιδ΄ (1514) ημέρα κς΄ (26) του άνωθεν Οκτωβρίου μηνός,
Νικόλαος ο Παγωμένος λεγόμενος Χυτήρης από χωρίου των Κουραμάδων ……………
Η διαδικασία, λοιπόν της αποβολής του Παγομένος και της υιοθέτησης του Χυτήρης δεν ολοκληρώθηκε παρά τη δεκαετία του 1560.
[15] Ν.Μ.Α., κωδ. καταχώρησης 306 ΙΙ IFEB 150, μέσα 11ου αι., μέση χρ. κατάταξης 1050μ.Χ.
[16] Ν.Μ.Α., κωδ. καταχώρησης 428b, δεύτερο-τρίτο τέταρτο 11ου αι., μέση χρ. κατάταξης 1050μ.Χ.
[17] Από τη συλλογή του Ν.Μ.Α.: κωδ. καταχ. 669, τελ. τρίτο 11ου αι., μεσ. χρ. κατ. 1084μ.Χ.
κωδ. καταχ. 668, τέλ 11ου – αρχ 12ου αι., μεσ. χρ. κατ. 1100μ.Χ.
Από τη συλλ. Dumbarton Oaks: κωδ. καταχ. 58.106.2365 II, β΄ μισό 11ου αι., μεσ. χρ. κατ. 1075μ.Χ.
κωδ. καταχ. 55.1.3234, τελ. τέταρτο 11ου αι., μεσ. χρ. κατ. 1088μ.Χ.
Από τη συλλογή Fogg: κωδ. καταχ. 715, β΄ μισό 11ου αι., μεσ. χρ. κατ. 1075μ.Χ
[18] Για περισσότερα σχετικά με την οικογένεια των (Πε-)Παγωμένων βλ. σχετ. λήμμα στο The Oxford Dictionary of Byzantium, τ. 3, Oxford University Press, 1991.
[19] Πχ. Αναφέρεται Πεπαγωμένος, επίσκοπος Νικομήδειας, και Ιωάννης Πεπαγωμένος χαρτοφύλαξ της επισκοπής της Ιέρωνος στα 1214 (Oxford Dictionary…, ό.π.).
[20] Βλ. σχετικά Καλοκύρης Κωνσταντίνος, Αἱ βυζαντιναί τοιχογραφίαι τῆςΚρήτης, Τυπ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1957.
[21] Βλ. σχετ. λήμμα στο Oxford Dictionary…, ό.π.
[22] Στην Κέρκυρα του 16ου αι. απαντούν πέντε «κλάδοι» (τα εισαγωγικά λόγω της άγνοιάς μας για τον όποιο βαθμό συγγένειας μεταξύ τους) Παγομένων: α) των Κουραμάδων, β)του Αγ. Ματθαίου, γ) των Βαρυπρατάδων, δ) των Καστελλάνων και ε) των Παγομένων «Αιγυπτίων». Έπειτα όμως από ένα βραχύ χρονικό διάστημα, οι τέσσερις τελευταίοι κλάδοι εξαφανίζονται, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμη αν αυτό οφείλεται σε μη αρρενογονία, αλλαγή ονόματος (όπως στην περίπτωση των Χυτήρηδων) ή (μάλλον μη πιθανό) μετοίκηση.
[23] Πιθανόν το όνομα «Χυτήρης» να μη σημαίνει τον εργαζόμενο στα χυτήρια, αλλά τον έχοντα κάποια σχέση με αυτά, αφού σε σφραγίδα της εποχής (Ν.Μ.Α., κωδ. καταχ. 395a, μέσα 12ου αι)., διαβάζουμε το όνομα Ἱωάννης Χύτης.
[24] Γ.Α.Κ. – Α.Ν.Κ., Συμβολαιογραφικά, Τόμος Μ 327, σ. 387r: πρόκειται για πράξη με ημερομηνία 14/7/1569, όπου αναφέρεται «… κιρ(άτζα) Ρόδο, σύμβία τοῦ πο(τέ) μαστρὸ Γἱὤρ/γου Παγομένου Ἑγὑπτιού…».
[25] Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Α.Π.Θ., Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη, 21999. Σχετικά με τον κλάδο των Παγομένων «Αιγυπτίων», έχει διατυπωθεί και η άποψη πως το παρεπώνυμο «Αιγύπτιος» δηλώνει όχι την επαγγελματική ιδιότητα, αλλά την τσιγγάνικη καταγωγή. Τα στοιχεία που έχουμε, όμως, για τους Παγομένους και τους (Πε-) Παγωμένους δεν συμφωνούν με την παραπάνω άποψη. Το αν πρόκειται για όχι εξ αίματος κλάδο (π.χ. σε περίπτωση υιοθεσίας κάποιου τσιγγάνου από Παγομένους, ή πιθανή σύζευξη τσιγγάνου με θηλυκό γόνο των Παγομένων και υιοθέτησης του επωνύμου της συζύγου, πρακτική όχι άγνωστη στον ελληνικό χώρο την εποχή εκείνη), είναι υπό μελέτη. Για περισσότερα σχετικά με τους «Αιγυπτίους» στη βενετοκρατούμενη Κέρκυρα βλ. Ιωάννα Αθανασοπούλου, Οι τσιγγάνοι στην Κέρκυρα, Διδακτορική Διατριβή, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Ιστορίας.
[26] Βλ. Gilbert Dagron, The urban economy, Seventh – Twelfth centuries, The economic history of Byzantium: From the seventh through the fifteenth century, επ. Αγγελική Ε. Λαΐου, Dumbarton Oaks Library and Collection, Washington D.C., 2002, σ. 415 κ.ε.
[27] Βλ. τη γειτονιά «Χυτηράτικα», εικ. 4 στο παράρτημα.
[28] Όπως, πολύ σωστά, αναφέρει ο Θεόδωρος Γ. Χυτήρης στην ανέκδοτη εργασία του Το επώνυμο Χυτήρης: Ετυμολογία και οικογενειακή ιστορία, σε άλλες περιπτώσεις που απαντά το όνομα «Χυτήρης», όπως και το παράγωγό του «Χυτήρογλου», πρόκειται, κατά τον Ι. Τρυφερούλη (Τρυφερούλης Κ. Ι., Ετυμολογική ακτινογραφία των ονομάτων των Ελλήνων Προέδρων Δημοκρατίας, Πρωθυπουργών, Βουλευτών και Ευρωβουλευτών (1974-1995), Επικαιρότητα, Αθήνα, 1995, σ. 398-9) για υπό «παρετυμολογική» επίδραση λανθασμένη μεταγραφή του Hidir και Hidiroglu στην ελληνική από την τουρκική.
[29] Βλ. εικ. 5 στο παράρτημα.